ΑΓΙΟΣ ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ ΓΑΛΑΤΣΙΟΥ

 


Νεάπολη Νέας Ιωνίας, δεκαετία 1950- 1960. Η Ελλάδα μόλις είχε βγει από έναν αδελφοκτόνο (εμφύλιο) πόλεμο και προσπαθούσε να μαζέψει τα συντρίμμια της. Οι άνθρωποι αγωνίζονταν να σταθούν στα πόδια τους, να ξαναβρούν τους παλιούς ρυθμούς τους, την καθημερινότητά τους. Οι Κυριακές ήσαν οι μόνες μέρες ξεκούρασης, χαλάρωσης, οικογενειακής συγκέντρωσης. Χρήματα δεν υπήρχαν για διασκέδαση και αυτή περιοριζόταν σε μερικούς περιπάτους. Τα ζαχαροπλαστεία «Βαλκάνια» και «Κυβέλεια» στο κέντρο της Νέας Ιωνίας ήσαν λίγο μακρινά, ίσως και λίγο «δυσπρόσιτα», για εμάς τους Νεαπολίτες και έτσι προτιμούσαμε τα κοντινό δάσος του «Βεΐκου». Περνούσαμε εκεί αξέχαστες Κυριακές, μοναδικές για μικρούς και μεγάλους, από τις αρχές της Άνοιξης μέχρι τα τέλη του Οκτώβρη.

Ξεκινούσαμε παρέες - παρέες, με τα πόδια φυσικά, κουβαλώντας όλο τον απαραίτητο εξοπλισμό μας. Κουρελούδες για στρώσιμο κάτω στο χώμα και για κάθισμα στις αυτοσχέδιες κούνιες, φαγητά, κρασάκι για τους μεγάλους, μπάλες (πάνινες φυσικά) για τους μικρούς και όργανα για τη διασκέδαση. Ο πατέρας μου έπαιζε Ποντιακή λύρα, άλλοι ούτια, κιθάρες...

Προορισμός το εκκλησάκι του Αγίου Λαυρεντίου στο δάσος του «Βεΐκου». Δρόμος δεν υπήρχε και η πορεία ακολουθούσε τα μονοπάτια, ανάμεσα από μαντριά με πρόβατα. Στον Άγιο Γεώργιο, στην Ομορφοκκλησιά, προσκυνούσαμε και ανηφορίζαμε κατόπιν προς τα δεξιά για το εκκλησάκι.

Το μικρό εξωκκλήσι του Αγίου Λαυρεντίου, ήταν μια ξύλινη μακριά παράγκα που Θύμιζε βαγόνι τρένου. Τα υλικά του: ξύλο, λαμαρίνες, πέτρες. Ένα ζευγάρι, ο Μπάρμπα Θανάσης και η γυναίκα του, το περιποιόντουσαν και ο τόπος μοσχοβόλαγε από τα λουλούδια που είχε φυτέψει η εκκλησάρισσα. Μη φανταστείτε τίποτα γλάστρες. Σε ασπρισμένους τενεκέδες ήταν φυτεμένα, αλλά έδεναν μια χαρά με το τοπίο. Πρώτη μας φροντίδα το προσκύνημα. Δύο σιδερένια σκαλοπάτια στην είσοδο και στο εσωτερικό του πολλές μικρές εικόνες και μια μεγαλύτερη του Αγίου Λαυρεντίου. Ανάβαμε κεριά και μερικά καντήλια και βγαίναμε κάτω απ τα δέντρα.

Οι γυναίκες στρώνανε τις κουρελούδες κάτω από τα πεύκα, βγαίνανε τα φαγητά από τα κατσαρολάκια και τις κατσαρόλες (που τάπερ και πλαστικά δοχεία), το κρασάκι έρεε, το κουβεντολόι και τα αστεία παίρνανε και δίνανε και σε λίγο όλη η κούραση της εβδομάδας ξεχνιόταν. Ατέλειωτες οι συζητήσεις για τις πατρίδες της Μικρασίας, για τις δουλειές και την πολιτική κατάσταση της Ελλάδας.

Εμείς τα παιδιά παίζαμε κρυφτό, κυνηγητό και μπάλα. Τις κούνιες τις φτιάχναμε μόνοι μας. Ανέβαινε κάποιος σε ένα ψηλό πεύκο, σε ένα χοντρό οριζόντια κλαδί έδενε τις άκρες του σχοινιού και η μέση του κρεμότανε λίγο πάνω από το έδαφος, τόσο, όσο για να φτάνουμε να καθόμαστε. Το κάθισμα ήταν μια κουρελού τυλιγμένη στο σχοινί με τέχνη, γιατί αλίμονο αν έφευγε την ώρα που η κούνια τιναζόταν στα ύψη. Ο ένας κουνούσε τον άλλο σπρώχνοντας δυνατά, για να φτάσει η κούνια όσο πιο ψηλά γινόταν. Γρήγορα αλλάζαμε από το ένα παιχνίδι στο άλλο.

Μετά το φαγοπότι οι μεγάλοι πιάνανε τα όργανα και το τραγούδι. Ωραία λόγια, όμορφες μουσικές, ακόμα πλανιούνται στα αυτιά μας, ακόμα τα σιγοτραγουδάμε. Κύλαγε η μέρα γρήγορα. Νωρίς το απόγευμα, λες και κάποιος έδινε τα σύνθημα, μαζεύαμε όλοι τα πράγματα και παίρνοντας του ίδιο δρόμο, τώρα της επιστροφής, γυρίζαμε στα σπίτια μας. Πάει και αυτή η Κυριακή στου Άγιο Λαυρέντιο, από Δευτέρα πάλι που λέει και το τραγούδι.

Αργότερα όταν ορίστηκαν τα όρια των δήμων, τα Γαλάτσι διεκδίκησε και κέρδισε την περιοχή του Αγίου Λαυρεντίου. Το εκκλησάκι όμως γκρεμίστηκε και στη Θέση του φτιάχτηκε το αθλητικό πάρκο. Η εικόνα του Αγίου μεταφέρθηκε στο ναό της Ζωοδόχου Πηγής στην Καλογρέζα. Έτσι χάθηκε η μαγική εποχή των παιδικών μας χρόνων και μαζί της μέρη που αναπολούμε μόνο πια στα όνειρά μας.

Κούλα Μπρόλιου Τελίδου

Πρόεδρος της Πολιτιστικής "Ένωσης Μικρασιατών Νέας Ιωνίας «Η ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑ».

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις