ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΣΦΑΓΗ ΤΗΣ ΧΙΟΥ




Η ΣΦΑΓΗ ΤΗΣ ΧΙΟΥ ΣΤΟ ΣΤΟΜΑ ΤΟΥ ΧΙΑΚΟΥ ΛΑΟΥ

Αποσπάσματα από το βιβλίο μαρτυριών επιβιωσάντων της Σφαγής της Χίου του Στυλιανού Βίου, Γυμνασιάρχη Θηλέων, που εκδόθηκε το 1922

ΔΙΗΓΗΣΗ ΜΑΡΙΑΣ ΜΠΟΥΡΑ

Στην Σφαγή εκκαθούμαστε στο Βουνάκι κοντα στο τζαμί, όπου οι γονιοί μου είχανε φούρνο καί καφενέ. γιατί ήτανε καλοί νοικοκύρηδες. Εγώ τότες ήμουνα 14 χρονώ και τα θυμούμαι όλα. 

Άγαφνα μια μέρα ο ππατέρας μου μας λέει: "Παιδά μου οι Τούρκοι μαζεύουν όλους τους αρχόντους τού τόπου μας". Ως  που να το καλομάθουμε, τους είχανε όλους κρεμασμένους στού Κάστρου την πόρτα..

Αμέσως το λοιπον ο πάτεας μου λέ της μητέρας μου: "Βγερού τά μαθες; Οι Τούρκοι εκρεμάσανε όλους τους αρχόντους και ζητούν και το Μισέ-Κωνσταντή το Χωρέμη".

Μα η γυναίκα του τον είχε χωμένο σ' ένα μνήμα 40 ημέρες, κι έτρωγε νερό και ψωμί κι' έτσι σώθηκε.


Την άλλη μέρα το πρωί τα ταγκαλάκια αφ' την Ανατολή! Εβραστούσαν στα χέρια τως φωτιές και μαχαίρια κ' εφωνάζανε: "Μωρέ γκιαούρηδες, τι έχετε να δείτε το ταχύ" (ΣΣ: Δεν υπήρχαν Hot Spot τότε για τους ευγενείς αυτούς πληθυσμούς). Οι καημένοι οι Χριστιανοί κλειτσήκανε στα σπίτια τους. Τουφέκια και μαχαίρια δεν είχανε, γιατι από πριν οι Τουρκοι εμαζεψανε και τα σουγιαδάκια ακόμη και τα κατσουνάκια (κλαδευτήρια) δεν αφήκανε. 

Τότες η μητέρα μου λε του πατέρα μου: ¨Φραγκούλη, να πα΄ρωμε τα παιδά μας και να φύγωμε, γιατί οι Τούρκοι έχουν άσκημο σκοπό¨. Παίρνει λοιπόν ο πατέρας μου τη μητέρα μου, εμένα και την αδελφή μου, παιρνει και δυο ψωμιά και μερικούς ψιλούς παράδες και φεύγομε. Μα πριν να φυγωμε, τι να ακούσωμε... Εσπούσανε τις πόρτες οι Τουρκοι κι εκόβανε, ύστερι βαζανε φωτιά σ' ολα τα σπίτια. Εμείς από ταράτσα σε ταράτσα βγήκαμε στη θάλασσα, όπου πήραμε δρόμο για τον άγιο Μηνά.

Ανεβαίνουμε το λοιπό στον Άγιο Μηνά και βλέπουμε κόσμο, χιλιάδες μεσα. Ο,τι καθήσαμε να φάμε λιγο ψωμί, ακούμε φωνές: "Τα ταγκαλάκια ερχούντενε" Τότες ο πατέρας μου λέει: "Βγερού αν μείνωμεν εδώ θα μας σφάξουν, μόνον αν φύγωμε πρiν κλείσει το μοναστήρι". 


Παίρνομε δρόμο και κατεβαίνομε στο Λιμνιώνα ίσως βρούμε κανενα καϊκι. Η κακή μας τύχη και απαντήσαμεν ένα μπουλούκι Σαμιώτες και μας πήραν τον πατέρα μας και αφήσανε την μητέρα μου και την αδελφή μου. Πήραμε δρόμο και βγήκαμε στο Λιθί. Εκεί απαντούμε έναν χωριάτη και τον αρωτά η μητέρα μου: "Πού βρισκόμαστε καλέ;" Κι εκεινος της λέει: "Μωρή παλιοκαστριανή για εσάς μας σφάζουν οι Τούρκοι" και ήπιασε πέτρες και μας τραβούσε (ΣΣ. Πρέπει να ήταν κάποιος ψηφοφόρος της Αριστεράς, οπαδός της Ελληνοτουρκικής φιλίας).

Η μητερα μας η καϋμένη έμεινε μοναχή, χωρίς άντρα, νυχτα, με δυο κορίτσια, χωρίς να ξερει πού ήτανε. Παίρνουμε τα βουνά και φτάνουμε στης Αγιάς Μαρκέλλας τον ποταμό και βλέπομεν τα βουνά γεμάτα Τούρκοο, που ερχοτανε προς το μέρος το δικό μας. Τότες μας παίρνει η μητέρα και κρυφτηκαμε μεσα στους βάτους και εκει ξημερωθήκαμε. Την νυχτα πού να κοιμηθούμενε, που περνούσαν οι Τουρκοι από το δομαλάκι που ήτανε από πάνω μας. 

Τέλος εξημέρωσεν ο Θεός την ημέρα κι επήγαμεν στην Αγιά Μαρκέλλα. Και εκεί ομως δεν βρήκαμε Καϊκι και γυρίσαμενε πίσω και πάμενε σ' ενα χωριό. Εκεί μας απάντησεν ενας κουμπάρος μας και λε της μητέρας μου: 

"Ελα να σε κρύψω με τα κορίτσια σ' ενός Τούρκου τον αχερώνα". 

Μα ο άθλιος μόντις μας ήρκυψενε, πάει και λε του Τούρκου: 

"Έλα να δής, που σου εχω δυο κορίτσια κρυμμένα". (ΣΣ σύμφωνα με πληρφορίες μας ήταν στέλεχος της Δράσης που μεταπήδησε στην Τ.Ο Νέας Δημοκρατίας) .

Του λε ο Τούρκος: Τι σου είναι αυτές; 

Λέει "κουμπάρες μου"¨. 

Τότες ο Τούρκος βγάζει το σπαθί του και του κόβει το κεφάλι ομπρός στα μάτια μας κι έρχεται και μας λέει: "Αυτός επειδή ήτανε κουμπάρος σας και σας επρόδωσενε, τον εσκότωσα, μόνο εσείς φευγάτε". Και μας έδειξε ένα δρόμο και βγήκαμε πάλι στον Μέγα Λιμνιώνα. 

Κι εκεί είδαμε καϊκια Σαμιώτικα βαθιά αραγμένα και  στην ακρογιαλιά ήτανε πολύς κόσμος, γυναικόπαιδα πολλά. Οι Σαμιώτες με τις βάρκες επαίρνανε κόσμο, μα όποιος δεν ειχε πολλούς παράδες τον αφήνανε όξω.  καϋμενη η μητέρα μου μου είχε στο στήθος της ένα πουγκί γεμάτο ψιλούς παράδες και κουκάκια για να περάσει η πείνα, βγάζει μια χούφτα και τα δείχνει. Αυτοί νομίζοντας πώς ήτανε το στήθος της γεμάτο παράδες μας πήρανε μέσα στο καΐκι. Την ωρα που μπήκαμε στην Βάρκα είδαμε την θάλασσα κόκκινη αφ' το αίμα. Άλλο δεν ακούγαμε φωνές, κλάματα και παντού φωτιές. Τα κουρσούμλια (οι σφαίρες) περνούσαν πάνω από τα κεφάλια μας. Βλέπομε στην ακρογιαλιά εκείνους που μείνανε και τι να δούμενε... Οι Τούρκοι τους εσφάζανε, τους εκάμνανε κομμάτια και τα πετούσανε στον αγέρα!

Τα όσα ειδαν τα μάτια μου ποτές μου δε θα τα ξεχάσω!

___

Να που τα ξέχασαν οι σύγχρονοι εθνομηδενιστές κυρά Μαρία μου. Και βριζουν εσάς και κανακεύουν τα ταγκαλάκια




Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις